- σταυροπόδι
- επίρρ. τρ., τρόπος καθίσματος κάτω στο έδαφος: Κάθισαν σταυροπόδι γύρω από τη φωτιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σταυροπόδι — Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 365 μ.), στην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καρνεζαίικων. * * * το, Ν 1. το να κάθεται κάποιος στο έδαφος ή σε κάθισμα με τις κνήμες τοποθετημένες σταυρωτά 2. φρ.… … Dictionary of Greek
σταυροπόδης — ο, Ν [σταυροπόδι] αυτός που κάθεται σταυροπόδι … Dictionary of Greek
αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
ανακλαδίζομαι — 1. εκτείνω τα μέλη τού σώματος μου ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή αδιαθεσίας, τεντώνομαι 2. κάθομαι οκλαδόν, σταυροπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κλαδίζομαι < κλαδί. ΠΑΡ. ανακλάδισμα, ανακλαδισμός, ανακλαδιστός] … Dictionary of Greek
ανακλάδισμα — το [ανακλαδίζομαι] 1. έκταση τών μελών τού σώματος ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή ασθένειας, τέντωμα 2. κάθισμα σε στάση οκλαδόν, σταυροπόδι … Dictionary of Greek
ανακλαδιστός — ή, ό [ανακλαδίζομαι] αυτός που κάθεται οκλαδόν, σταυροπόδι … Dictionary of Greek
διπλοπόδι — επίρρ. με διπλωμένα, σταυρωμένα πόδια, σταυροπόδι … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
περιβάδην — ΝΜΑ επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος σε άλογο, ιππαστί, καβάλα («οὐ περιβάδην ἀλλὰ κατὰ πλευράν», Αχιλλ. Τάτ.) αρχ. με σταυρωμένα τα σκέλη, σταυροπόδι ή με το ένα πόδι πάνω στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβαίνω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. κατα … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek